κληροδότης

κληροδότης
ο, θηλ. κληροδότις και κληροδότρια (Α κληροδότης, θηλ. κληροδότειρα και κληροδότρια)
νεοελλ.
αυτός που αφήνει σε κάποιον κληροδότημα
αρχ.
1. αυτός που διανέμει κάτι με κλήρο
2. αυτός που αφήνει σε κάποιον κληρονομιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμο-δότης, εργο-δότης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κληροδότης — ο θηλ. κληροδότρια και κληροδότειρα αυτός που κληροδοτεί, αυτός που αφήνει σε κάποιον κληροδότημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • да˫атель — ДА˫АТЕЛ|Ь (5*), Ѧ с. Даватель, дающий: и пшеници да˫атель намъ. (ὁ... σιτοδότης) ГБ XIV, 158а; б҃а жажюще. и просѩще кормлѩ… е˫а же да˫атель ѡнъ и зѣло б҃атъ ѹбогъ сыи зѣло і непостиженъ. (σιτοδότης) Там же, 158г; Иосифъ да˫атель пшеници. по… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • διαθέτης — ο (Α διαθέτης) [διατίθημι] 1. αυτός που διαθέτει κάτι 2. αυτός που με διαθήκη μοιράζει την περιουσία του, ο κληροδότης αρχ. αυτός που τακτοποιεί ή διαρρυθμίζει …   Dictionary of Greek

  • κατώνειος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κάτωνα 2. φρ. «κατώνειος κανόνας» ο κανόνας τού Ρωμαϊκού Δικαίου κατά τον οποίο η κληροδοσία που θα ήταν άκυρη αν πέθαιναν αμέσως μετά την κατάρτισή της και ο κληροδότης και ο κληρονομούμενος θα ήταν… …   Dictionary of Greek

  • κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… …   Dictionary of Greek

  • κληροδοσία — και κλεροδοσιά, η (AM κληροδοσία) [κληροδότης] 1. το να δίνει ένας κάτι με κλήρο, με κλήρωση 2. κληρονομιά νεοελλ. (νομ.) 1. περιουσιακή ωφέλεια που αποκτά κάποιος με διάταξη διαθήκης χωρίς να γίνεται κληρονόμος 2. η διάταξη τής διαθήκης που… …   Dictionary of Greek

  • κληροδοτώ — (AM κληροδοτῶ, έω) [κληροδότης] δίνω σε κάποιον κάτι ως μερίδιο («και φάγητε τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς, καὶ κληροδοτήσητε τοῖς υἱοῖς ὑμῶν ἕως αἰῶνος», ΠΔ) νεοελλ. αφήνω σε κάποιον κάτι με κληροδοσία, τού τό αφήνω με διαθήκη ως κληροδότημα, τού τό παραχωρώ …   Dictionary of Greek

  • κληροδότημα — Κάθε περιουσιακή ωφέλεια (πράγμα, απαίτηση κλπ.) που ο διαθέτης, με διάταξη η οποία περιλαμβάνεται στη διαθήκη του, προσπορίζει σε ένα πρόσωπο, χωρίς όμως να το διορίζει κληρονόμο του. Κ. μπορεί να αναγραφεί και προς όφελος μεριδιούχου της «εξ… …   Dictionary of Greek

  • ԺԱՌԱՆԳԱՏՈՒ — (ի, աց.) NBH 1 0833 Chronological Sequence: 5c ա. κληροδότης qui per sortem dat, distributor haereditatis Տուօղ ժառանգութեան. որ տայ ինչ կտակաւ. *Զտաճարն, զքահանայապետն, զժառանգատուն, ըզժառանգաւորն. Ածաբ. յար …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”